- κοπτερός
- -ά, -ό (Μ κοπτερός, -ά, -όν) [κοπτός]κοφτερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοινικόπτερος — φοινῑκόπτερος , φοινικόπτερος red feathered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)